-
1 εὐόφθαλμος
εὐόφθαλμος, ον,II pleasing to the eye, Aristox.Fr.Hist.15, Cat.Cod.Astr.8(4).240: metaph., fair only to the eye, specious,εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι μόνον Arist.Pol. 1268b24
. Adv. - μως Antipho Fr.59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐόφθαλμος
См. также в других словарях:
ευόφθαλμος — εὐόφθαλμος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία μάτια αρχ. 1. αυτός που έχει οξύ βλέμμα 2. αυτός που είναι ευχάριστος στο βλέμμα των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος 3. αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («εὐόφθαλμος ψαλμωδία») 4. (μτφ.… … Dictionary of Greek